πυοσκλήρωση

πυοσκλήρωση
η, Ν
ιατρ. χρόνια διαπύηση στην οποία οι πυώδεις εστίες περιβάλλονται από σκληρό ιστό με διατασική ικανότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”